Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Δυρραχίτικα Χριστούγεννα

Ποιος δεν νοσταλγεί να βρεθεί τον πιο γιορτινό μήνα του χρόνου , το Δεκέμβριο , στο χωριό μαζί με όλους του πατριώτες , τους παιδικούς του φίλους , τους συμμαθητές και τα γειτονάκια του για να γιορτάσουν τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων και του νέου έτους λιτά , όπως τότε. Μιλάμε για κάμποσες δεκαετίες πριν , δηλαδή για την δεκαετία του 1940-1950, τότε που το χωριό έσφυζε από ζωή. Τότε που όπου κι αν πήγαινες όπου και αν περπατούσες ακόμα και στα πιο απόμακρα γεωγραφικά σημεία του χωριού μας συναντούσες συχωριανούς κάθε ηλικίας . Στο δημοτικό σχολείο φοιτούσαν πάνω κάτω 200 παιδιά. Η γειτονιά μου (τα Σωρέικα) αριθμούσε κάπου 30 παιδιά. Κάθε σπίτι είχε κατά μέσο όρο 3-4 παιδιά.
Το Δυρράχι μέχρι το 1956 δεν συνδεόταν με αυτοκινητόδρομο ούτε με την Μεγαλόπολη , ούτε με την Καλαμάτα .Στα πλησιέστερα χωριά πηγαίναμε με τα ζώα ή με ποδαρόδρομο. Έτσι αποκομμένο καθώς ήταν το χωριό μας από τον έξω κόσμο , τα ήθη και τα έθιμα μεταδιδόντουσαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά αυτούσια ή τουλάχιστον με ελάχιστες εξωτερικές επιρροές. Ότι γράφεται παρακάτω είναι καθαρά Δυρραχίτικο.
Μόλις έμπαινε ο Δεκέμβριος , πέρναγαν τα Νικολό-Βάρβαρα και κόπαζαν κάπως οι δουλειές περιμέναμε πια τις γιορτές των Χριστουγέννων και κάναμε τις ανάλογες προετοιμασίες. Τα βράδια κάθε οικογένεια μετατρεπόταν σε μικρή χορωδία. Η μάνα από τον λάκο που ύφαινε και η κυρά (γιαγιά) μαζί με ξάσιμο των μαλλιών έψελνα μα τα παιδιά τα κάλαντα για να βελτιωθούν τα μεγαλύτερα και να μάθουν τα μικρότερα που ταπαιζαν για πρώτη φορά.
Οι παππούδες και οι πατεράδες μάθαιναν τα παιδιά να ψέλνουν τα τροπάρια της Γέννησης και της Βάπτισης του Χριστού. Κάθε παιδί έγκαιρα έβρισκε το ραβδί που θα χρησιμοποιούσε τις ημέρες που θα έλεγε τα κάλαντα για να μην γλιστράει αν είχε ρίζει χιόνι και κυρίως να προφυλάγεται από τα σκυλιά που υπήρχαν πολλά και άγρια.
Για τους μεγάλους ιδιαίτερες προετοιμασίες δεν υπήρχαν. Για ψώνια (ρούχα , παπούτσια, γλυκά και λοιπά αγαθά) ούτε λόγος δεν γινόταν , αφού δεν υπήρχαν χρήματα. Τα αγόρια το τόπι μόνο ακουστά το είχαμε φανταστεί . Για τις γυναίκες η λέξη κομμωτήριο ήταν άγνωστη. Η προετοιμασία των γυναικών για τις γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους περιοριζόταν στο ζύμωμα του Χριστόψωμου και Βασιλόψωμου.
Την παραμονή των Χριστουγέννων με την ανατολή του ήλιου , συνήθως με χιόνι ή βροχή και πολύ κρύο , τα παιδιά ξεχυνόντουσαν στους δρόμους για να ψάλλουν τα κάλαντα. Κτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού και ρωτούσαν Θειά να τα πούμε? Πέστα , πέστα αποκρινόταν από μέσα η νοικοκυρά . Τότε τα παιδιά άρχιζαν «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου / εβγάτε για να μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται / γεννιέται και ανατρέφετε με μέλι και με γάλα, το μέλι τρώνε οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…. Κλπ»
Το φιλοδώρημα ήταν ανάλογο του βιοτικού επιπέδου . Ήταν συνήθως καρύδια (κοκόσιες) , ξερά σύκα και ψωμί. Τυχερός ήταν όποιος έπαιρνε φιλοδώρημα πορτοκάλι ή δεκάρα (υποδιαίρεση της δραχμής για τους νεότερους). Μόλις μαθαινόταν ότι σε κάποιο σπίτι έδιναν για φιλοδώρημα πορτοκάλι γινόταν πανικός. Όλα τα παιδιά έτρεχαν στο συγκεκριμένο σπίτι για να εκμεταλλευτούν την περίπτωση . Η μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν τελείωναν τα πορτοκάλια και αντί για πορτοκάλι έπαιρναν ξερά Δυρραχίτικα σύκα. Τότε Θεωρείτο μεγάλη υπόθεση αν εξασφάλιζες πορτοκάλι , για να μην πω φλούδα από πορτοκάλι.
Η λειτουργία των Χριστουγέννων άρχιζε γύρω στις 04,00 το πρωί. Στην λειτουργία πηγαίναμε όλοι οι οικογένεια παρά το τσουχτερό κρύο. Μόλις επιστρέφαμε σπίτι και μετά την ανταλλαγή των καθιερωμένων ευχών , καθόμασταν στο λιτό , πολύ λιτό , Χριστουγεννιάτικο τραπέζι για φαγητό που αποτελείτο συνήθως από κόκορα σούπα.
Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά ξανάβγαιναν στους δρόμους για να ψάλλουν το:
« Αρχιμηνιά και αρχή χρονιά ψιλή μου δενδρολιβανιά
και αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά
εκκλησιά με τον άγιο θρόνο. Κυρά ψιλή , Κυρά λιγνή
κυρά καγκελοφρύδα . Κυρά όταν στολίζεσαι και πας
στην εκκλησιά σου βάζεις το ήλιο πρόσωπο και
το φεγγάρι στήθη και το καθάριο αυγερινό βάζεις
για δακτυλίδι. Άνοιξε το πουγκάκι σου το χρυσοκεντημένο
και δώσμου για τον κόπο μου δεκάρες και δραχμούλες.
Στο σπίτι όπου ήρθαμε πέτρα να μην ραΐσει
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού Χρόνια πολλά να ζήσει»

Το χαρακτηριστικό του Δυρραχιτικου εθίμου ήταν ότι τον Αη Βασίλη τα παιδιά τον έψελναν το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μετά την δύση του ηλίου ως εξής:
«Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, βαστάει εικόνα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ενέγνω Βασίλη
πόθεν έρχεσαι και πόθενε πηγαίνεις?
Από τη μάνα μου έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
Βασίλη ξέρεις γράμματα να πεις το αλφαβητάρι?
Και στο ραβδί ακούμπησε να πει το αλφαβητάρι
Και ξάφνου τα ραβδάκι του χλωρούς βλαστούς πετάει
Και απάνω στους χλωρούς βλαστούς πουλάκια κελαηδούσαν
Τι πολεμάς μωρή Τουρκιά με της Ελλάδος τα παιδιά
Που είναι , που είναι παλικάρια ξακουσμένα, ξακουσμένα λεοντάρια»

Οι εορτές έκλειναν με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Την παραμονή πάλι τα παιδιά έψελναν από σπίτι σε σπίτι τα Θεοφάνια ως εξής:

«Σήμερα είναι τα Φώτα και φωτισμοί
σήμερα η κυρά μας η Παναγιά σπάργανα κρατεί
και κερί βαστεί τον αφέντη Αη Γιάννη τον παρακαλεί
Δύνασαι αφέντη Αη Γιάννη να βαφτίσεις Θεού παιδί?
Δύναμαι κυρά μου και παρακαλώ το Χριστό τον παρακαλώ»

Μακάρι φίλοι μου , Παναγιώτη ,Αθανασία , Βούλα , Ηρακλή ,Κώστα, Θανάση, Γιάννη να μπορούσαμε να ξαναζήσουμε εκείνα τα Δυρραχίτικα Χριστούγεννα και ας ήμασταν μισοξυπόλυτοι και ξύλιαζαν τα πόδια μας από την παγωνιά.




Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δυρραχίτικα νέα» τον Νοέμβριο του 1999 με συντάκτη τον συμπατριώτη μας Θεόδωρο Γ. Θάνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: